- οξύγαλα
- το кислое молоко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀξύγαλα — sour milk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύγαλα — το (ΑΜ ὀξύγαλα) ξινό γάλα, ξινόγαλα νεοελλ. (κατ επέκτ.) το γιαούρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γάλα] … Dictionary of Greek
ὀξυγάλακτι — ὀξύγαλα sour milk neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυγάλακτος — ὀξύγαλα sour milk neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυγαλατάς — ὀξυγαλατάς, ὁ (Μ) [οξύγαλα] αυτός που πουλά οξύγαλα … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
δουρβανίζω — αναταράσσω, χτυπώ το οξύγαλα για να αποχωριστεί το βούτυρο … Dictionary of Greek
δρουβάνι — το ειδικό δοχείο ή ασκί μέσα στο οποίο ταράζουν το οξύγαλα για να αποχωρίσουν το βούτυρο … Dictionary of Greek
δρουβανίζω — και δουρβανίζω (Μ δρουβανίζω και δρουγανίζω) ταράζω το οξύγαλα για να αποχωριστεί το βούτυρο … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυγαλάκτινος — ὀξυγαλάκτινος, η, ον (Α) [οξύγαλα] παρασκευασμένος με ξινό γάλα («ὀξυγαλάκτινος τυρός», Γαλην.) … Dictionary of Greek